- ἁλέν
- ἀλέν , εἴλωshut inaor part pass neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… … Dictionary of Greek
Αλέν — (Alain).Ψευδώνυμο του Γάλλου φιλοσόφου Εμίλ Ογκίστ Σαρτιέ (Emile August Chartier, Μορτάνι 1868 – Λε Βεζινέ 1951). Γιος κτηνίατρου, ξεκίνησε από τον θαυμασμό για τις θετικές επιστήμες και από την εξοικείωση με την παρατήρηση, για να στρέψει τον… … Dictionary of Greek
ἀλέν — εἴλω shut in aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλεν — εἴλω shut in aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… … Dictionary of Greek
Αλέν-Φουρνιέ — (Alain Fournier, Λα Σαπέλ ντ’ Ανζιγιόν 1886 – Εσπάρζ 1914). Ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ανρί Αλμπάν Φουρνιέ. Από τους κύριους εκπρόσωπους μιας αφηγηματικής τέχνης, λυρικής και εσωτερικής έμπνευσης, αν και το έργο του ουσιαστικά αποτελείται από … Dictionary of Greek
Γκίνσμπεργκ, Άλεν — (Allen Ginsberg, Νιου Τζέρσεϊ 1926 – 1997).Αμερικανός ποιητής. Ο πατέρας του, Λούις, ήταν επίσης ποιητής και δάσκαλος, ενώ η μητέρα του, Ναόμι, την οποία θρήνησε σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του (Κάντις),ήταν Ρωσίδα μετανάστρια και ενεργό… … Dictionary of Greek
Λε Σαζ, Αλέν-Ρενέ — (Alain René Le Sage, Σαρζό, Μορμπιάν 1668 – Μπουλόν σιρ Μερ 1747). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και απέκτησε άδεια άσκησης της δικηγορίας το 1692. Ωστόσο αποφάσισε να αφοσιωθεί στο γράψιμο και υπήρξε από τους πρώτους… … Dictionary of Greek
Άαλεν ή Άλεν — (Aalen). Πόλη (66.000 κάτ. το 2002) της Γερμανίας. Βρίσκεται στην επαρχία Μπάντεν Μπίρτεμπεργκ. Στο Ά. λειτουργούν μεγάλες βιομηχανίες μηχανών και εργαλείων … Dictionary of Greek
Βαν Άλεν, Τζέιμς Άλφρεντ — (James Alfred Van Allen, 1914 –). Αμερικανός φυσικός. Έγινε διάσημος επειδή ανακάλυψε τις περιοχές ακτινοβολίας που είναι γνωστές ως ζώνες ακτινοβολίας Β.Ά. Πήρε το διδακτορικό του από το κρατικό πανεπιστήμιο της Αϊόβα των ΗΠΑ. Στη συνέχεια,… … Dictionary of Greek